Σκώτος

Σκώτος
και Σκότος, ο, Ν
αυτός που κατάγεται από τη Σκωτία ή ο κάτοικος τής Σκωτίας, Σκωτσέζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Scot < αρχ. αγγλ. Scottas < υστερολατ. Scotus / Scottus].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Σκωτσέζος — και Σκοτσέζος, ο, θηλ. Σκωτσέζα και Σκοτσέζα, Ν ο Σκώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σκώτος / Σκότος αναλογικά προς τη λ. εγγλέζος και με επίδραση τών τ. Scots και Scotch] …   Dictionary of Greek

  • Σκότος — ο, Ν βλ. Σκώτος …   Dictionary of Greek

  • σκωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σκώτους και στη Σκωτία, σκωτζέζικος 2. (το θηλ. ως κύριο όν). η Σκωτική η σκωτική γλώσσα 3. φρ. «σκωτική γλώσσα» γλωσσ. α) κελτική γλώσσα που μιλιέται στη Σκωτία, αλλ. σκωτική γαελική γλώσσα β)… …   Dictionary of Greek

  • Τιερί από τη Σαρτρ — (Thierry de Chartres, ; – 1155). Σχολαστικός φιλόσοφος του 12ου αι.. Ήταν νεότερος αδελφός του επίσης σχολαστικού φιλοσόφου Βερνάρδου από τη Σαρτρ και υπήρξε ένας από τους χαρακτηριστικότερους άνδρες της εποχής του. Το περιεχόμενο της διδασκαλίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”